ἀνάσιλλος

ἀνάσιλλος
ἀνάσιλλος
with hair brushed up
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάσιλλος — ἀνάσιλλος, ο (Α) κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνασίλλῳ — ἀνάσιλλος with hair brushed up masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάσιλλον — ἀνάσιλλος with hair brushed up masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”